-
1 έρημος
[ер им ос] ουσ. Θ. необитаемыйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έρημος
-
2 έρημος
[зримое] εκ. опустынный, одинокий, уединенный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έρημος
-
3 Гоби
-
4 пустынный
-
5 пустыня
-
6 одинокий
επ. -ок, -а, -о.1. (απο)μονωμένος, ξεμοναχιασμένος•-ое дерево μεμονωμένο δέντρο•
-ая жизнь μοναχική (κατά μάνας) ζωή•
-ая старость μοναχικά γεράματα.
2. μόνος,μοναχός (χωρίς γονείς, συγγενείς)• έρημος•со-всм одинокий εντελώς μόνος, ολομόναχος, καταμόναχος•
я остился совсем одинокий έμεινα μόνος κι έρημος ή σαν την καλαμιά στον κάμπο..
ως ουσ. εργένης, μπεκιάρης. || ακοινώνητος, απομονωμένος, μονήρης.3. παλ. μοναχικός, για έναν•-ая комната μοναχικό δωμάτιο.
-
7 пустой
1. мат. κεν/ός 2. (ничем не заполненный) άδειος, κενός 3. (полый) κούφιος 4. (не занятый) άδειος, ελεύθερος 5. (нежилой, незаселённый, безлюдный) έρημος, ακατοίκητος 6 (свободный) ελεύθερος 7. (неоснователь-ный, лишенный серьезного значения) αβάσιμος, ασήμαντος 8. (бессодержательный) χωρίς περιεχόμενο 9 (незначительный, ничтожный) ασήμαντος, τιποτένιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пустой
-
8 пустыня
η έρημος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пустыня
-
9 безводный
безводн||ыйприл ἀνυδρος, ξερός, ξηρός:\безводныйая пустыня ἡ ξερή (или ἡ ἀνυδρος) ἐρημος. -
10 безлюдный
безлюд||ныйприл ἔρημος, ἀσύχναστος, ἀκατοίκητος. -
11 дикий
ди́к||ийприл1. ἄγριος, ἀνήμερος:\дикий голубь τό ἀγριοπερίστερο· \дикий козел ὁ αίγαγρος· \дикийая коза ἡ ἀγριόγιδα, τό ἀγριοκάτσικο· \дикий кабан τό ἀγριογούρουνο· \дикий осел ὁ ἀγριογάϊδαρος· \дикийая утка ἡ ἀγριόπαπια· \дикийие племена οἱ ἄγριες φυλές· \дикийое растение τό ἄγριο φυτό, τό ἀγριοβότανο· \дикий виноград τό ἀγριόκλη-μα· \дикийая яблоня ἡ ἀγριομηλιά·2. (пустынный) ἔρημος, ἄγριος:\дикийая местность ὁ ἀγριότοπος, ὁ ἐρημότοπος· \дикийие скалы τά κατσόβραχα·3. (грубый, необузданный) ἄγριος, ἀτίθασος:\дикийие нравы τά ἄγρια ήθη· 4, (нелепый, несуразный) ἐξωφρενικός, ἀνήκουστος, παράλογος:\дикийая выходка ὁ ἐξωφρενισμός. -
12 запустелый
запусте||лыйприл παραμελημένος (запущенный)/ Ερημος (пустынный). -
13 изолированный
изоли́рова||нный1. прич. от изолировать·2. прил μεμονωμένος, μονήρης, ἀπομονωμένος, Ερημος. -
14 нежилой
нежилойприл1. ἀκατοίκητος, ἐρημος:комната имеет \нежилой вид τό δωμάτιο μοιάζει ἀκατοίκητο·2. (негодный для жилья) μή κατοικήσιμος. -
15 опустерый
опустерыйприл ἐγκαταλελειμμένος, \ ἔρημος, ἀδειος. -
16 опустерыйть
опустерый||тьсоз. γίνομαι Ερημος, \ ἐρημώνομαι, ἀδειάζω (άμετ.) (о помещении и т. п.)/ ἐρημώνω (άμετ.), ἐρημοϋμαι (стать безлюдным, пустын· ι ным). } -
17 осиротеть
осироте||тьсов1. ὁρφανεύω, γίνομαι ὁρφανός·2. перен Ερημος/ μένω ἀπροστάτευτος (чувствовать себя покинутым):дом \осиротетьл без хозяина τό σπίτι ἐρήμωσε χωρίς τόν νοικοκύρη. -
18 пусте||ть
пусте||тьнесов ἀδειάζω / γίνομαι ἔρημος (становиться безлюдным):улицы \пусте||тьют οἱ δρόμοι γίνονται ἔρημοι. -
19 пустой
пуст||ойприл1. κενός, ἄδειος/κούφιος (полый)/ ἀκατοίκητος (о жилье)/ ἔρημος (безлюдный):\пустой чемодан ἡ ἄδεια βαλίτσα· \пустойо́е пространство ὁ κενός χώρος, τό κενό·2. (бессодержательный) τιποτέ-νιος, κούφιος:\пустой человек τιποτένιος (или κούφιος) ἄνθρωπος· что за \пустойа́я голова! τί κούφιο κεφάλι!·3. (неосновательный, напрасный) μάταιος, φροῦδος, ἀβάσιμος:\пустойые слова λόγια τοῦ ἀέρα, ἀερολογήμα-τα, κενά λόγια· \пустойые обещания οἱ κενές ὑποσχέσεις, τά παχειά λόγια· \пустойые мечты τά μάταια ὀνειρα, οἱ φαντασιοκοπίες· \пустойая отговорка ἡ πρόφαση· ◊ с \пустойыми руками μέ ἄδεια χέρια· переливать из \пустойо́го в порожнее погов. κοπανώ ἀέρα, κάνω τόν ᾶνεμο κουβάρι, δεματιάζω τ' αὐγά· \пустойо́е место ἡ νοῦλα, τό μηδενικό. -
20 пустынный
пустынныйприл ἐρημικός, ἔρημος:\пустынный остров τό ἐρημονήσι.
См. также в других словарях:
έρημος — έρημος, η, ο και έρμος, η, ο 1. για πρόσωπα, αυτός που είναι μόνος, χωρίς δικούς και φίλους: Έμεινε στον κόσμο έρημη. 2. για τόπο, αυτός που είναι έρημος από ανθρώπους, ο ακατοίκητος: Έρημη ακρογιαλιά. 3. ο αφημένος, ο αφύλαχτος, ο αδέσποτος: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρῆμος — desolate masc nom sg ἐρῆμος desolate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
ἔρημος — ἔρη̱μος , ἐρῆμος desolate masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβυκή έρημος — Έρημος (2.000.000 τ. χλμ.) της Αφρικής. Αποτελεί το βορειοανατολικό τμήμα της Σαχάρας και εκτείνεται Δ του ποταμού Νείλου. Η Λ.έ. καλύπτει τον χώρο της ανατολικής Λιβύης, της δυτικής Αιγύπτου και τμήματος του βόρειου Σουδάν. Το βόρειο τμήμα της Λ … Dictionary of Greek
Αραβική έρημος — Βραχώδης έρημος της βορειοανατολικής Αφρικής που εκτείνεται μεταξύ της κοιλάδας του ποταμού Νείλου και των ακτών της Ερυθράς θάλασσας. Πρόκειται για οροπέδιο με αρχαϊκή κρυσταλλοσχιστώδη σύσταση, που καλύπτεται από στρώματα ασβεστόλιθου και… … Dictionary of Greek
Αλμυρή έρημος — Στεπώδης έκταση της Μ. Ασίας, ανάμεσα στη σιδηροδρομική γραμμή που ενώνει το Αφιόν Καραχισάρ με το Ικόνιο και τη λίμνη Τουζ Γκιολ. Ένα μέρος της λίμνης αυτής ξεραίνεται το καλοκαίρι και αποτελεί προέκταση της ερήμου. H διάβαση της Α.ε. στη… … Dictionary of Greek
Γκίμπσον, έρημος — Ερημική περιοχή στη δυτική Αυστραλία, που καλύπτει το κεντρικό τμήμα της μεγάλης Αυστραλιανής ερήμου. Βλ. λ. Αυστραλία (Γεωμορφολογία) … Dictionary of Greek
Ινδική έρημος — Βλ. λ. Ταρ … Dictionary of Greek
ἐρῆμον — ἐρῆμος desolate masc acc sg ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc sg ἐρῆμος desolate masc/fem acc sg ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρῆμα — ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc pl ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)